φιλαργύρων

φιλαργύρων
φιλάργυρος
fond of money
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στάμενα — τα, ΝΜ 1. νομίσματα 2. κινητή ή ακίνητη περιουσία νεοελλ. παροιμ. α) «τα στάμενα δεν είναι στάμνες» λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να έχουν ομοιότητα μεταξύ τους αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξία τους β) «τών ακριβών τα στάμενα σε …   Dictionary of Greek

  • Φεραβίλα, Εδουάρδος — (Ferravilla, 1846 – 1915). Ιταλός συγγραφέας και ηθοποιός, ψευδώνυμο του Εντ. Βιλάνι. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ερμηνεύοντας δραματικούς ρόλους, τελικά όμως έγινε γνωστός ως κωμικός. Είχε διαπρέψει κυρίως σε ρόλους φιλάργυρων και γυναικάδων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”